- πολυφραδία
- πολυφρᾰδ-ία, poet. -ίη, ἡ, u(/ mnwnA eloquence of song, Hermesian. 7.50.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυφραδία — και ποιητ. τ. πολυφραδίη, ἡ, Α [πολυφραδής] ευφράδεια, ευγλωττία … Dictionary of Greek
πολυφραδίῃ — πολυφραδία eloquence fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφραδμοσύνη — ἡ, δωρ. τ. πολυφραδμοσύνα, Α [πολυφράδμων] πολυφραδία* … Dictionary of Greek